- απείθεια
- ηανυπακοή: Η απείθειά του ήταν βαριά, γιατί είχε γίνει μπροστά σ' όλους τους συμμαθητές του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπειθεία — ἀπειθείᾱ , ἀπείθεια disobedience fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειθείᾳ — ἀπειθείᾱͅ , ἀπείθεια disobedience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείθεια — disobedience fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απείθεια — η (AM ἀπείθεια) το να μην πειθαρχεί κάποιος σε διαταγές ή εντολές, ανυπακοή αδίκημα που στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας με το να αρνείται κάποιος σε υπάλληλο οφειλόμενη υπηρεσία ή συνδρομή, όπως ορίζει ο νόμος … Dictionary of Greek
ἀπειθείας — ἀπειθείᾱς , ἀπείθεια disobedience fem acc pl ἀπειθείᾱς , ἀπείθεια disobedience fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειθείαι — ἀπειθείᾱͅ , ἀπείθεια disobedience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειθείαις — ἀπείθεια disobedience fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείθειαι — ἀπείθεια disobedience fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείθειαν — ἀπείθεια disobedience fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek